Ἀνεβαίνοντας σ΄αὐτό τό φιλόξενο βῆμα, αἰσθάνομαι πιεστικό τό χρέος νά εὐχαριστήσω τόν ἀξιότιμο Πρόεδρο καθηγητή κ. Γεώργιο Κυπραῖο καί τά σεβαστά μέλη τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς, γιατί μοῦ ἔκαναν τήν ἐξαιρετική τιμή, νά μέ προσκαλέσουν στήν ἔναρξη τοῦ διεθνοῦς αὐτοῦ Συνεδρίου, πού διοργανώνει στήν ἱστορική Σπάρτη τό καταξιωμένο Τμῆμα Ὀργάνωσης καί Διαχείρισης Ἀθλητισμοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, καί ἐπειδή μοῦ δίδουν τήν εὐκαιρία νά ἐπικοινωνήσω μέ ἕναν μεγάλο ἀριθμό ἔγκριτων ἐπιστημόνων καί ἐν γένει προσώπων πού ὑπηρετοῦν πολυτρόπως καί ἐπιμόχθως τή διαχρονική ἀξία τοῦ Ἀθλητισμοῦ.
Ἐπιτρέψτε μου στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς προσφώνησης νά ἀναφερθῶ ἐν συντομία σέ μία ἀλήθεια πού πολλές φορές λησμονοῦμε γιά διάφορους λόγους καί ὁδηγούμαστε συχνά σέ παρεξηγήσεις καί ἄγονες ἀντιπαραθέσεις.
Ἡ Ἐκκλησία μας δέ διακρίνεται οὔτε ἀπό ἰδεαλισμό, πού ἐξυψώνει τήν ψυχή καί περιφρονεῖ τό σῶμα, ἀλλά οὔτε καί ἀπό ματεριαλισμό, πού ἀποθεώνοντας τήν ὕλη παραβλέπει τήν ψυχή καί καταλήγει στή σωματολατρεία. Θεωρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνίσταται ἀπό ψυχή καί σῶμα καί ὑπογραμμίζει τήν ἀνάγκη τῆς ἁρμονικῆς συνύπαρξης τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Γι΄αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα θρησκευτικό σωματεῖο μέ ἀποστολή ἡ ὁποία ἐπικεντρώνεται ἀποκλειστικά στήν ἱκανοποίηση τῶν θρησκευτικῶν συναισθημάτων καί ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά συνιστᾶ μία κοινότητα πού ἐνδιαφέρεται γιά τή συγκρότηση τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τήν εὔρυθμη λειτουργία τῆς κοινωνίας. Δέν ἀποβλέπει μόνο στόν οὐρανό, ἀλλά καί στήν ἐπίγεια σκιαγράφηση «τῆς ἐν οὐρανοῖς εὐταξίας», χωρίς βέβαια νά μετατραπεῖ σέ γῆ, νά ἐκκοσμικευτεῖ. Ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή, δέ μεταβάλλεται σέ ἕνα ἀθλητικό σωματεῖο, τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τήν ἄσκηση τοῦ σώματος, ἀλλά τήν ἄθληση τήν προσεγγίζει μέσα ἀπό τήν ὅλη προοπτική της γιά τήν ἀνάπτυξη καί ὁλοκλήρωση κατά Χριστόν τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν ὀπτική οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση προβάλλουν τό γνήσιο καί ἀληθινό ἀθλητικό ἰδεῶδες, συμβουλεύουν τά παιδιά νά γυμνάζονται καί χρησιμοποιοῦν παραδείγματα ἀπό ἀθλητικούς ἀγῶνες τῆς ἐποχῆς τους, γιά νά ἀναφερθοῦν καί στήν πνευματική ἄθληση.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἀκούραστος πνευματικός ἀθλητής τονίζει: «ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ».
Ὁ Μ. Βασίλειος, ἐπίσης, ἐκφράζει τόν θαυμασμό καί τήν ἐκτίμησή του γιά αὐτούς οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέ ἐγκράτεια, «δίαιταν οὐ τήν ἡδίστην, ἀλλά τήν παρά τῶν γυμναστῶν αἱρούμενοι». Σημειώνει, ἀκόμη, ὅτι στήν εὐεξία τοῦ σώματος συντελοῦν «ἐν τοῖς γυμναστικοῖς αἱ ἀθλητικαί τροφαί μετά τῶν καταλλήλων γυμνασίων». Ὁ ἴδιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκφράζει τή βαθιά του θλίψη, ὅταν βλέπει γυμναστήρια κλεισμένα καί τήν ἐγκατάλειψη νά χρωματίζει ἔντονα τίς ἀθλητικές αὐτές παλαῖστρες.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στά κηρύγματά του χρησιμοποιεῖ συχνά παραδείγματα ἀπό τούς ἀθλητικούς ἀγῶνες καί ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σωστός ἀθλητής «πάντα τόν τῆς ἀθλήσεως νόμον φυλάττειν καί τόν σιτίων καί τόν ἐπί σωφροσύνης καί σεμνότητος καί τόν ἐν παλαίστρᾳ».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐξάλλου, τονίζει ὅτι οἱ ἀθλητικοί ἀγῶνες, πού κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καλλιεργοῦν τήν «ἀθλητικήν ἀνδρείαν»», πρέπει νά διαξάγονται μέ τιμιότητα, ὄχι βέβαια «ἔξω τῶν νενομισμένων», ἀλλά «κατά τούς κειμένους ὅρους τῆς ἀγωνίας», δηλαδή σύμφωνα μέ τούς κανονισμούς.
Περαιτέρω, στό ἀναδυόμενο ἑλληνικό κράτος ἕνας κληρικός προέβαλε τήν ἀνάγκη γιά τήν εἰσαγωγή τῆς φυσικῆς ἀγωγῆς στή θεσμοθετημένη ἐκπαίδευση. Πρόκειται γιά τόν φωτισμένο ἱεροδιάκονο Γρηγόριο Κωνσταντᾶ, ὁ ὁποῖος τό 1825 ὡς «Ἔφορος Παιδείας» σέ εἰδική ἀναφορά του, μεταξύ ἄλλων, τόνιζε: «Ἡ εὐεξία τοῦ σώματος ἔχει μεγάλη ροπή στήν ὑγεία τῆς ψυχῆς. Ἡ γυμναστική προξενεῖ τήν πρέπουσα ἀνάπτυξη καί δύναμη τῶν μελῶν τοῦ σώματος». Στό ἴδιο πλαίσιο ὁ Κωνσταντάς συνδέει τή γυμναστική μέ τήν ὀρθή συμπεριφορά τῶν νέων, ἐνῶ θεωρεῖ τήν ἄσκηση ἐνεργητική γιά τό σῶμα.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος Σμύρνης καἱ ὁ Μητροπολίτης Καστοριᾶς Γερμανός Καραβαγγέλης, προσέφεραν τά μέγιστα στήν προώθηση τῶν ἀθλητικῶν θεσμῶν καί θεωροῦνται ὡς οἱ «κατ’ ἐξοχήν φιλογυμναστικοί κληρικοί». Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό 1893, τρία χρόνια πρίν ἀπό τή διεξαγωγή τῶν πρώτων σύγχρονων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων στήν Ἀθήνα, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Τιτουλάριος Μητροπολίτης τῆς «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μητροπόλεως Πενταπόλεως Αἰγύπτου», στή διάλεξή του «Περί γυμναστικῆς», περιγράφει σαφῶς τόν σκοπό τῆς γυμναστικῆς ἄθλησης καί ἀναφέρεται στό σπουδαῖο ἔργο πού ἐπιτελοῦν οἱ Γυμναστικοί Σύλλογοι τῆς πατρίδας μας ἔχοντας ὡς πρότυπο τούς συλλόγους τῆς «πεπολιτισμένης Εὐρώπης».
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἐν τέλει, ἐπισφραγίζει τήν ἀδήριτη ἀνάγκη γιά τή διαφύλαξη τοῦ ἀθλητικοῦ ἰδεώδους καί γιά τόν ἐσωτερικό ὁπλισμό τοῦ νέου μέ δυνάμεις ἀντοχῆς, ὥστε νά λειτουργήσουν σάν ἐφαλτήρια πρός τήν ἠθικοπνευματική συγκρότηση καί τή σωματική ἐνδυνάμωση. Ἔτσι θεμελιώνεται μιά ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα πού πάντοτε ἀναζητᾶ ἡ ἀνθρωπότητα.
Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους ἡ Ἐκκλησία παρακινεῖ τά παιδιά νά γυμνάζονται, συγκροτεῖ ἀθλητικές ὁμάδες καί διοργανώνει ἀγῶνες καί πρωταθλήματα γιά τήν προώθηση τοῦ εὖ ἀγωνίζεσθαι, δημιουργεῖ σέ κατασκηνωτικά περιβάλλοντα γήπεδα ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης, πετοσφαίρισης κλπ. Ὅμως δέν τά αὐτονομεῖ ὅλα αὐτά ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα πού τή διακρίνει, ἀλλά τά ἐντάσσει μέσα σέ ὅλη τήν ὁλοκληρωμένη προοπτική πού ἔχει γιά τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία του.
Τελειώνοντας τήν ταπεινή αὐτή προσφώνησή μου, σᾶς συγχαίρω θερμά γιά τό πολυδιάστατο ἔργο σας στόν χῶρο τοῦ ἀθλητισμοῦ καί εὔχομαι καλή δύναμη καί ἐπιτυχία στό Συνέδριό σας.
Ο Μονεμβασίας και Σπάρτης ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ